- ἀκαταχρημάτιστος
- ἀκατα-χρημάτιστος,A not encumbered with debt, PTeb.318.1 (ii A. D.), PFlor.28b, Sammelb. 364 ([place name] Alexandria), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακαταχρημάτιστος — ἀκαταχρημάτιστος, ον (Α) [καταχρηματίζω] ο μη εξαγοραζόμενος με χρήματα … Dictionary of Greek